- κλῶστρον
- κλῶστρονvermiculusneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλώστρον — κλῶστρον, τo (AM) [κλώθω] μσν. κλωστή, νήμα αρχ. σκουλήκι … Dictionary of Greek
κλῷστρον — wearing a collar neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλῶστρα — κλῶστρον vermiculus neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλώθω — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κόρη της Νύχτας και μία από τις τρεις Μοίρες. Ο Πλάτων ονομάζει τις Μοίρες στην Πολιτεία του κόρες της Ανάγκης και αναφέρει ότι η Κ. ψάλλει το παρόν και, καθώς κλώθει, εκφράζει την πλοκή των γεγονότων που αποτελούν τη… … Dictionary of Greek